κάτοπτος

κάτοπτος
(I)
-η, -ο (Α κάτοπτος, -ον)
ορατός από παντού, περίοπτος («κάτοπτον δ' ἐ πολλοῡ τοῑς προσπλέουσι», Στράβ.)
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οπτος (< ὀπτός < θ. ὀπ- τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. έπ-οπτος, περί-οπτος].
————————
(II)
κάτοπτος, -ον (Α)
1. ο πολύ ψημένος
2. ο αποξηραμμένος («ἡ ἐκ τῶν καμίνων κάτοπτος γῆ», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οπτος (< ὀπτός «ψημένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάτοπτος — visible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοπτον — κάτοπτος visible masc/fem acc sg κάτοπτος visible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοπτα — κάτοπτος visible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοπτοι — κάτοπτος visible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάτοπτος — ἀκάτοπτος, ον (Α) [κάτοπτος] ο απαρατήρητος (Ηλιόδ. 6, 14) …   Dictionary of Greek

  • ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …   Dictionary of Greek

  • κατοπτώ — κατοπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω εντελώς 2. παθ. κατοπτῶμαι, άομαι α) είμαι καλομαγειρεμένος β) (για το αίμα) είμαι πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μετονοματικό παρ. < κάτοπτος (II) «καλά ψημένος»] …   Dictionary of Greek

  • σύνοπτος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.) 2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα ευνόητα», Ησύχ.) 3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”